- λογιστικός
- -ή, -όο σχετικός με τους λογαριασμούς ή τη λογιστική: Στην πολυκατοικία μας άνοιξε λογιστικό γραφείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογιστικός — skilled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστικός — ή, ό (Α λογιστικός, ή, όν) [λογιστός] ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία») 2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστική… … Dictionary of Greek
λογιστικά — λογιστικός skilled neut nom/voc/acc pl λογιστικά̱ , λογιστικός skilled fem nom/voc/acc dual λογιστικά̱ , λογιστικός skilled fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστικῶν — λογιστικός skilled fem gen pl λογιστικός skilled masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστικόν — λογιστικός skilled masc acc sg λογιστικός skilled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστικώτατον — λογιστικός skilled masc acc superl sg λογιστικός skilled neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστικαῖς — λογιστικός skilled fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστικαί — λογιστικός skilled fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστικοῖς — λογιστικός skilled masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστικοί — λογιστικός skilled masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)